#οικογενειακή ζωή
Explore tagged Tumblr posts
Text
Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΤΗΣ Carl Rollyson είναι υπεύθυνος για τους δύο τόμους που καταγράφουν ολόκληρη την ζωή της Σίλβια Πλαθ μέσω των ημερολογίων, των σημειωμάτων και των αφηγήσεών της, και κυκλοφόρησαν πρόσφατα με τίτλο Sylvia Plath Day by Day Volume 1 (1932-1955), και Sylvia Plath Day by Day Volume 2 (1955-1963) αντίστοιχα. Στο παρακάτω κείμενο, ο ίδιος σταχυολογεί τις αναφορές της ποιήτριας στις δύο μεγάλες «αδυναμίες» της: το shopping και (κυρίως) το σεξ.
Στο ευρετήριο του πρώτου τόμου του βιβλίου Sylvia Plath Day by Day (1932-1955), έχω πάνω από εκατό καταχωρήσεις για shopping – μόνη της, με τη μητέρα της, με τους συντρόφους της, με τις φίλες της, με τα παιδιά που πρόσεχε ως babysitter. Τα ψώνια ήταν απολύτως απαραίτητα για την ευημερία της. Ο δεύτερος τόμος, Sylvia Plath Day by Day (1955-1963), που παρακολουθεί τη ζωή της μέχρι τις τελευταίες της μέρες, περιέχει άλλες εκατό και πλέον σχετικές καταχωρήσεις. Τα ψώνια (κατά προτίμηση σε ακριβά μαγαζιά) ανέβαζαν τη διάθεσή της όσο και η ιππασία, η ζαχαροπλαστική και η κηπουρική. Συζητούσε με τους υπαλλήλους των καταστημάτων και δημιουργούσε μια κοινότητα αμοιβαίου ενδιαφέροντος – στη Βοστώνη, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο αλλά και στο Ντέβον όπου εγκαταστάθηκε με τον Τεντ Χιουζ και όπου ο γάμος τους διαλύθηκε αφού εξόρισε τον άπιστο σύζυγό της από το σπίτι και την οικογενειακή ζωή που πίστευε ότι θα εκτιμούσε όσο και εκείνη.
Απ' όσο μπορώ να διαπιστώσω, ο Τεντ Χιουζ δεν πήγε ποτέ για ψώνια με τη Σίλβια Πλαθ. Θεωρούσε τη ροπή της στη μόδα και τις υλιστικές της επιθυμίες ασυγχώρητα επιπόλαιες και επιφανειακές. «Πρέπει να περιορίσω τη μανία μου να αγοράζω φορέματα», έγραφε στον εαυτό της στις 9 Μαΐου 1958, ενώ το παντρεμένο ζευγάρι ζούσε στο Νορθχάμπτον της Μασαχουσέτης.
Τέσ��ερα χρόνια αργότερα, μόνη της στο Λονδίνο στις τελευταίες της μέρες, ψώνιζε σαν τρελή, πέταγε στα σκουπίδια τα ρούχα που φορούσε στην επαρχία, απολάμβανε ένα νέο χτένισμα αλλά και τα σφυρίγματα θαυμασμού στον δρόμο. Είχε καταπιέσει ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού της για να ευχαριστήσει τον άντρα του οποίου την απεριποίητη, συχνά βρόμικη εμφάνιση είχε μάθει να ανέχεται.
Η καταγραφή της ζωής της Πλαθ με βοήθησε να κατανοήσω βαθύτερα το γιατί την κέρδισε αυτός ο προβληματικός άνθρωπος. Σε ένα γράμμα της 7ης Μαΐου 1957 προς τον αδελφό της, ανέφερε τη συγγραφή ενός μυθιστορήματος (που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ) με τον προσωρινό τίτλο Hill of Leopards, το οποίο εξερευνούσε τη «θετική αποδοχή της σύγκρουσης, της αβεβαιότητας και του πόνου ως το έδαφος για την αληθινή γνώση και τη ζωή». Έβλεπε στον Χιουζ, μια πανύψηλη φιγούρα που στεκόταν επιβλητικά ανάμεσα στους κολλητούς του στο Κέιμπριτζ, που τον λάτρευαν, ακριβώς το είδος της πρόκλησης για «θετική αποδοχή» που θα εκπλήρωνε την ίδια ως γυναίκα και καλλιτέχνη, και που κανένας άλλος άνδρας δεν είχε πλησιάσει καν στο να ικανοποιήσει.
Το πρόβλημα με τους άνδρες πριν από τον Χιουζ είναι ότι η Πλαθ τους κυρίευε εύκολα – κάποιες φορές απολάμβανε μια σεξουαλική συμβατότητα μαζί τους, αλλά στο τέλος πάντα αισθανόταν ότι τους είχε χρησιμοποιήσει εξαντλώντας την προοπτική διάρκειας της σχέσης. Ο Ρίτσαρντ Σασούν, ο μόνος υποψήφιος πριν από τον Χιουζ που η Πλαθ πίστευε ότι θα μπορούσε ενδεχομένως να είναι ισάξιός της, την εγκατέλειψε όταν εκείνη πήγε να τον αναζητήσει στο Παρίσι.
Όταν η Πλαθ διάβασε για πρώτη φορά την ποίηση του Χιουζ στις αρχές του 1956, έμεινε άναυδη από το σθένος και τη βία της – σε τέτοιο βαθμό που όταν τελικά στράφηκε εναντίον του, τον θεωρούσε δολοφόνο με κριτήριο εκείνη την πρώτη ανάγνωση. Η Πλαθ είχε ακούσει ότι ο Χιουζ ήταν μέγας γυναικοκατακτητής, ή όπως τον αποκαλούσε ένας από τους ερωτικούς της συντρόφους στο Κέιμπριτζ, «ο μεγαλύτερος "αποπλανητής" του πανεπιστημίου». Ακόμα και στον αδελφό της καυχιόταν για τους σωματικούς της καβγάδες με τον Χιουζ, αλλά του έλεγε επίσης ότι αν ποτέ προσπαθούσε πραγματικά να τον ξεπεράσει, θα τη χτυπούσε. Μια από τις αγαπημένες της ταινίες ήταν το La Belle et la Bête («Η ωραία και το τέρας») του Κοκτό.
Το 1949, η Πλαθ έγραφε στο ημερολόγιό της: «Λαχταρώ την τυφλή, καυτή και ανεύθυνη απόλαυση του να συνθλίβομαι πάνω στο σώμα ενός άνδρα. Θέλω να αποπλανηθώ… να ακούσω έναν άντρα να βογκάει βραχνά, γιατί εκείνη τη στιγμή είμαι η νικήτρια». Κάποια στιγμή, μετά από θεραπεία με την ψυχίατρο Ρουθ Μπάουσερ, η Πλαθ, εφοδιασμένη με διάφραγμα, άρχισε να κάνει πιο συχνά σεξ, σημειώνοντας για πρώτη φορά στις 7 Αυγούστου 1955 στο ημερολόγιό της ότι έκανε «καλό έρωτα με τον Πίτερ Ντέιβινσον», έναν επιμελητή βιβλίων.
Αφού η Πλαθ έφυγε για την Αγγλία για να σπουδάσει στο Κέιμπριτζ με υποτροφία Fulbright, ο Ντέιβισον ένιωσε χρησιμοποιημένος και προδομένος. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1955, πάνω στο πλοίο με προορισμό την Αγγλία, είχε ένα ειδύλλιο με τον μελετητή Καρλ Σάκιν, το οποίο επίσης κατέγραψε ως «καλό έρωτα». Έφτασε στο Λονδίνο στις 29 Σεπτεμβρίου και λίγο αργότερα σημείωνε ότι «έκανε έρωτα» με τον Τζον Γουάιτσαϊντ, πρώην ερωτικό παρτενέρ της φίλης της, Σου Γουέλερ. Στο Κέιμπριτζ γνώρισε τον Μάλορι Γουόμπερ κα�� απόλαυσαν μαζί, όπως έγραψε στο ημερολόγιό της, στις 20 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, «μουσική & έρωτα».
Οι σεξουαλικές αναζητήσεις συνεχίστηκαν και η ερωτική σχέση της με τον Μάλορι αναβαθμίστηκε σε «καλό, δυνατό έρωτα», όπως έγραφε στις 27 Νοεμβρίου. Στις 8 Ιανουαρίου 1956, πίστευε ότι είχε φτάσει σ’ ένα είδος ερωτικού ζενίθ αφού επισκέφτηκε τον Σασούν στο Παρίσι πριν επιστρέψει στις σπουδές της στο Κέιμπριτζ και έκαναν «καλό αποχαιρετιστήριο έρωτά», μόνο και μόνο για να απογοητευτεί αναζητώντας τον λίγους μήνες αργότερα ενώ εκείνος την απέφευγε.
Ένας Άγγλος φίλος, ο Κρίστοφερ Λέβενσον, εμφανίστηκε στις 9 Φεβρουαρίου για απογευματινό καφέ και «θερμή αγάπη». Ο Γκάρι Χάουπτ, ένας φοιτητής από το Γιέιλ που είχε έρθει για σπουδές στο Κέιμπριτζ, αναφέρεται στις 17 Μαρτίου με τον κρυπτικό προδιορισμό «νυχτερινή αγάπη», ενώ στις 30 Μαρτίου ακολουθεί η τέλεση της «ερωτικής πράξης», όπως γράφει. Για καμία από τις συνευρέσεις της δεν αφιερώνει παρά μερικές λέξεις μόνο.
Στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο συναντήσεων με τον Χάουπτ, στις 23 Μαρτίου, στις 5:00 π.μ. στο Λονδίνο, στην γκαρσονιέρα της οδού Rugby όπου έμενε μερικές φορές ο Χιουζ, η Πλαθ ανέφερε στο ημερολόγιό της: «πληγωμένη και ταραγμένη από την αδίστακτη συμπεριφορά του ��εντ που με αποκάλεσε με λάθος όνομα». Την είχε αποκαλέσει Σίρλεϊ, το όνομα της κοπέλας που ήταν μαζί όταν πρωτογνώρισε την Πλαθ σε ένα πάρτι στο Κέιμπριτζ, όπου η βραδιά κατέληξε με την Σίλβια να τον δαγκώνει στο πρόσωπο και τον Τεντ να της τραβά βίαια από το αυτί ένα από τα σκουλαρίκια της.
Η λέξη αγάπη (ή έρωτας) δεν υπάρχει πουθενά στην αφήγησή της για εκείνη την έντονη συνάντηση, την οποία χαρακτήριζε στις 26 Μαρτίου ως «την άγρυπνη νύχτα ολοκαυτώματος με τον Τεντ». Αλλά στις 14 Απριλίου ήταν έτοιμη για περισσότερα: «εξαντλητική νύχτα ερωτικής πράξης», ανέφερε, και «απαίσια όνειρα». Αλλά την επόμενη μέρα, προσθέτοντας μια μόνο λέξη σ’ αυτό που είχε γράψει για κάθε σεξουαλικό σύντροφο πριν από τον Χιουζ, έδωσε το στίγμα ότι είχε βρει επιτέλους τον άνθρωπό της: «καλός βίαιος έρωτας».
Η Πλαθ ήξερε ότι βρισκόταν σε ένα σημείο καμπής. Αμφέβαλλε ότι ο Χιουζ την αγαπούσε πραγματικά και έγραφε ότι ένιωθε «μαχαιρωμένη από εκείνον» ενώ συγχρόνως παρακινούσε η ίδια τον εαυτό της: «Άφησέ τον να φύγει. Έχεις τα κότσια». Αλλά εκείνος ήταν ακαταμάχητος.
Μεταξύ 19 Απριλίου και 24 Αυγούστου, το ζευγάρι έκανε έρωτα τουλάχιστον σαράντα φορές, συνευρέσεις τις οποίες η Πλαθ περιέγραφε συνήθως με προσδιορισμούς όπως «καλός» (έρωτας), «ήρεμος» αλλά και κάποιες φορές «εξαντλητικός». Έκαναν έρωτα σε ένα χωράφι, στο δωμάτιό της στο Κέιμπριτζ, στο Λονδίνο, στο Παρίσι και μια φορά σε ένα παγκάκι στο πάρκο. Παντρεύτηκαν στις 16 Ιουνίου 1956 αλλά στις 24 Σεπτεμβρίου η Σίλβια παραπονιόταν: «καθόλου καλός έρωτας από το Παρίσι και μετά, και μια αυξανόμενη αίσθηση ασφυξίας και μοναξιάς».
Η Πλαθ απολάμβανε το σκληρό δούναι και λαβείν του σεξ και του γάμου της με τον Χιουζ. Τα ημερολόγιά της αφηγούνται καυγάδες και συγκρούσεις, αλλά ποτέ καμία μετάνοια, μέχρι που ο Χιουζ αποσύρθηκε στον εαυτό του, αφού απέκτησε παιδιά, και οι σεξουαλικές επαφές μεταξύ τους ουσιαστικά τερματίστηκαν. Σε ένα γράμμα της έγραφε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να υπομείνει τη δυσχερή θέση της «αγάμητης συζύγου».
Την τελευταία εβδομάδα της ζωής της, η Σίλβια Πλαθ –που τόσο επιμελώς κατέγραφε την σεξουαλική της δραστηριότητα, δίκην αρχείου ή ως επιμελής «λογίστρια του πηδήματος»– σταμάτησε να κρατάει ημερολόγιο, και ούτε άφησε πίσω της άλλες σημειώσεις, απ' όσο μπορούμε να γνωρίζουμε, καταλήγοντας ίσως στο συμπέρασμα ότι δεν στέρεψαν πια οι «καλοί βίαιοι έρωτες» ή οι ερωτικοί σύντροφοι που θα την βοηθούσαν να κατακτήσει αυτή τη «θετική αποδοχή της σύγκρουσης, της αβεβαιότητας & του πόνου ως το έδαφος για την αληθινή γνώση και τη ζωή».
Η αληθινή γνώση και ζωή δεν μπορούν, φυσικά, να ποσοτικοποιηθούν, και η Πλαθ δεν έζησε αριθμώντας απλώς τις μέρες και τις δραστηριότητές της – διανοητικές, κοινωνικές και σεξουαλικές. Αλλά όταν οι αριθμοί βγαίνουν από την αφήγηση, προκειμένου να εξορκιστεί η ανία της παρουσίασης μιας ζωής ως ευρετήριο, κάτι χάνεται επίσης. Όπως γράφει ο Τομ Στόπαρντ στο θεατρικό του έργο «Ναυάγιο»: «Η φύση δεν περιφρονεί αυτό που ζει μόνο για μια μέρα. Ρίχνει ολόκληρο τον εαυτό της σε κάθε στιγμή».
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
8 notes
·
View notes
Text
Το υποκείμενο περνάει, τη στιγμή του σταδίου του καθρέφτη, απ’ το κομματιασμένο σώμα σε μια «ορθοπεδική μορφή της ολότητάς του». Ορθοπεδική: ένα εύρημα. Βέβαια επί λέξει και με βάση την ετυμολογία της, σημαίνει «εκείνο που βοηθάει να πηγαίνεις σωστά». Αλλά είναι επίσης και το παπούτσι, κι ο Λακάν, που δεν αφήνει κανέναν όρο στην τύχη εκτός απ΄τη λογική σύμπτωση του ασυνειδήτου, παίζει μ΄αυτό. Το παπούτσι. Το δεκανίκι. Το εργαλείο που επανορθώνει. Η ταυτότητα του υποκειμένου; Μια πρόθεση. Ένα πράγμα πρόσθετο, που δεν υπάρχει την ώρα της γέννησης, και που βοηθάει τον καθένα να στέκεται ίσια, μέσα του. Ένα σχήμα στη θέση του, το σχήμα της ολότητας του σώματος και να το, βρίσκεται μέσα στον καθρέφτη το σχήμα του σώματος του παιδιού, και είναι η πρώτη φορά. Πραγματικά είναι για γέλια...
Είναι για γέλια αυτή η φάρσα, η χαρακτηριστική του ανθρωπίνου είδους. Φτάνοντας στην ταυτότητα, το παιδί δεν φτάνει στην ταύτιση. Δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Δεν είναι καθόλου το ίδιο. Είναι ριζικά διαφορετικό. Ποτέ το υποκείμενο δεν θα είναι στ΄αλήθεια «ο εαυτός του». Ούτε θα μπορούσαμε να πούμε ότι το υποκείμενο φτάνει σε μια ψεύτικη ταυτότητα γιατί δεν υπάρχει αληθινή. Δεν υπάρχει παρά μόνο η πολιτική, η δικαστική, η οικογενειακή ταυτότητα, αυτή που σας κάνει να ανταποκρίνεστε στις κλήσεις, στο σχολείο, στο στρατό, στο εκλογικό τμήμα, στο δικαστήριο, στο Δημαρχείο. Δεν υπάρχει παρά η αφηρημένη ταυτότητα, αυτή που κάνει να μη συγχέεται ποτέ ένα παιδί μ΄ένα άλλο - ούτε με το δίδυμο αδερφάκι του. Και δεν είναι όλο: το παιδί διακρίνεται στον καθρέφτη, αλλά είναι μια εικόνα ανεστραμμένη. Η ταυτότητα- μια επιφάνεια που θολώνει ��ια πάντα τις σχέσεις με τον άλλο. Κι ό��ως, είναι ο μόνος δρόμος. Επειδή, χωρίς αυτό το διάμεσο, χωρίς τη γλώσσα, χωρίς τον λόγο που απευθύνεται σε κάποιον άλλο, δεν υπάρχει κοινωνική ζωή, αλλά μια αυτιστική μοίρα, εντοιχισμένη, εσωτερικοποιημένη. Οι ψυχαναλυτές, αντίθετα απ’ τους ψυχιάτρους, λένε εδώ και πολύ καιρό ότι ο τρελός δεν είναι αποκομμένος από την πραγματικότητα, αλλά αντίθετα, πλημμυρισμένος από πολλή πραγματικότητα, πολύ ερεθισμένος, πολύ δεκτικός, ανοιχτός στον κόσμο. Ένα όστρακο χωρίς κέλυφος, ένα πουλί χωρίς φτερά, ένας πολεμιστής χωρίς όπλα. Δεν είναι για γέλια.
Η κόρη μου είχε δίκιο. Ο Λακάν δεν είναι ευχάριστος. Ωστόσο τίποτε δεν εξαναγκάζει τη θεωρία του ασυνειδήτου να εκτυλίσσεται μέσα στο τραγικό, να ολοκληρώνεται μέσα στη νοσταλγία, να κυλιέται μέσα στον έρωτα για το χειρότερο. Αλλά στο βάθος κάθε αποσπάσματος του Λακάν παραμονεύει ο λαγός της απελπισίας, που εύκολα αποκαλύπτεται: να τος, πιασμένος απ΄τα αυτιά. Ο Λακάν δεν αγαπά το άκαμπτο και το συνηθισμένο. Δεν πάλλεται ποτέ τόσο όσο στην ανάλυση των στιγμών, όπου εξαφανίζεται η προσποιητή ταυτότητα του υποκειμένου. Η απόλαυση, κι αυτή της γυναίκας, η έκσταση. Η παραληρηματική τρέλα. Το πέρασμα στην πράξη. Όταν το υποκείμενο στέκεται εκεί, σαν ένας χοντρομαλάκας που μιλάει, περπατάει, τρώει, κοιμάται και τίποτε δεν του συμβαίνει, ο Λακάν πλήττει. Ως προς αυτό είναι ψυχαναλυτής προικισμένος με επιλεκτική προσοχή μόνο ως προς τη δυστυχία. Όταν προβάλλει η χαρά, σημαίνει πως ο άρρωστος τον κορόιδεψε.
6 notes
·
View notes
Text
ISBN: 978-618-03-3761-7 Συγγραφέας: Καλή Δοξιάδη Εκδότης: Μεταίχμιο Σειρά: Μια ιστορία μόνο Σελίδες: 296 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-11-07 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-618-03-3761-7 Συγγραφέας: Καλή Δοξιάδη Εκδότης: Μεταίχμιο Σειρά: Μια ιστορία μόνο Σελίδες: 296 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-11-07 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-618-03-3761-7 Συγγραφέας: Καλή Δοξιάδη Εκδότης: Μεταίχμιο Σειρά: Μια ιστορία μόνο Σελίδες: 296 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-11-07 Διαστάσεις: 21x14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
Δεν αρκεί μόνο να αγαπάς, χρειάζεται και να το δείχνεις
[Γράφει η Χρυσάνθη Σ.] Όταν νοιάζεσαι και αγαπάς τον άλλον, δεν αρκεί μόνον να του το λες. Πολλές φορές η ζωή παίζει πολλά παιχνίδια που χρειάζεται να την αποδείξεις. Δοκιμάζεται σαν την θάλασσα στην τρικυμία. Πονάει όταν την θανατώνουν. Καίγεται όταν την πολεμούν.
Αναρωτήθηκα πολλές φορές… Τι είναι η αγάπη; Πώς μοιάζει η αγάπη; Τι χρώμα έχει η αγάπη; Πώς μοιράζεται η αγάπη;Μεγαλώνοντας συνάντησα πολλές μορφές αγάπης. Γνώρισα την οικογενειακή αγάπη, την Αγάπη Του Θεού, την αγάπη μεταξύ φίλων, την αγάπη μεταξύ ζώων και ανθρώπων και πολλές άλλες ακόμα. Η αγάπη είναι λοιπόν ένας ισχυρός δεσμός μεταξύ δύο ψυχών ή και περισσοτέρων, που τροφοδοτείται από μικρές…
0 notes
Text
Κέρκυρα: Μάνα και κόρη οι γυναίκες που ανασύρθηκαν νεκρές από τη θάλασσα στο Σιδάρι
Οικογενειακή τραγωδία Ολοκληρώθηκε η επιχείρηση ανάσυρσης των δύο νεκρών γυναικών που έχασαν με τραγικό τρόπο τη ζωή τους στη θάλασσα στο Σιδάρι. Η επιχείρηση της διάσωσης κινητοποίησε τις δυνάμεις Πυροσβεστικής, καθώς οι ισχυροί άνεμοι καθιστούσαν αδύνατη την προσέγγιση από τη θάλασσα. Σύμφωνα με το kerkyrasimera.gr οι διασώστες της Πυροσβεστικής επιχείρησαν να προσεγγίσουν τις δύο γυναίκες…
View On WordPress
0 notes
Text
Κριτική ταινίας : Beetlejuice Beetlejuice (Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης)
Κριτική ταινίας : Beetlejuice Beetlejuice (Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης) του Tim Burton #review Με τους Catherine O'Hara, Burn Gorman, Willem Dafoe, Michael Keaton, Jenna Ortega, Winona Ryder, Monica Bellucci, Danny DeVito, Justin Theroux
Το Beetlejuice Beetlejuice (Σκαθαροζούμης Σκαθαροζούμης) του Tim Burton προσφέρει άφθονη διασκέδαση και εκκεντρικότητα, μένοντας πιστό στο χαρακτηριστικό στυλ του Burton. Ο Σκαθαροζούμης επιστρέφει! Μετά από μία αναπάντεχη οικογενειακή τραγωδία, τρεις γενιές της οικογένειας Ντιτζ επιστρέφουν στο Γουίντερ Ρίβερ. Ακόμα στοιχειωμένη από τον Σκαθαροζούμη, η ζωή της Λίντια ανατρέπεται όταν η…
0 notes
Text
35χρονο παλικαρακι τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ενώ μιλούσε σε βιντεοκλήση με τη συζυγο του
Μια οικογενειακή τραγωδία εξελίχθηκε την Τρίτη στον Νέο Βουτζά. Ένας 35χρονος αστυνομικός, ο οποίος υπηρετούσε στην Ραφήνα, έβαλε τέλος στην ζωή του την ώρα που έκανε βιντεοκλήση με την σύζυγό του. Ο άνδρας, πατέρας 3 ανήλικων παιδιών, αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του όπλο όταν η γυναίκα του ζήτησε διαζύγιο. Την πήρε τηλέφωνο και πάτησε την […] 35χρονο παλικαρακι τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ενώ…
0 notes
Text
Οι αναγνώστες, που για να ελέγξουν αν τους ενδιαφέρει να αγοράσουν ή όχι ένα βιβλίο ξεκινούν διαβάζοντας τον πίνακα των περιεχομένων του, συνήθως μένουν έκπληκτοι μπροστά στην αυστηρή δομή φιλοσοφικής διατριβής που φαίνεται να έχει η «Γαστρονομία ως καλή τέχνη». Οι «βαρύγδουποι» 30 «στοχασμοί» του συγγραφέα, που καθένας τους αντιστοιχεί σε ξεχωριστό κεφάλαιο του βιβλίου, τους προδιαθέτουν ότι ίσως πρόκειται και για ένα στρυφνό συγγραφικό πόνημα.
Ευτυχώς, όμως, η ανάσα δεν κόβεται για πολύ, καθότι ήδη από τον τίτλο «Στοχασμός VII – Θεωρία του τηγανίσματος» διακρίνεται ένα ρηγματάκι στη σοβαροφάνεια και γεννιέται η υποψία ότι ίσως αυτό που κρατάς να μην είναι αυτό που νομίζεις. Οπότε, εγκαταλείπεις τα περιεχόμενα για να ελέγξεις το περιεχόμενο και τότε συλλαμβάνεις την αλήθεια: το βιβλίο έχει γραφτεί με ρο�� ελεύθερων συνειρμών που πεταλουδίζουν από τη μια ανεκδοτολογική ιστοριούλα στην άλλη.
Οποιαδήποτε απόπειρα του αναγνώστη να βρει μια λογική σειρά που θα εξυπηρετούσε κάποιον καθαρό στόχο της παράθεσής τους είναι τόσο μάταιη, όσο και το εάν ο Μπριγιά-Σαβαρέν βρισκόταν ενώπιον μια καλοψημένης γαλοπούλας γεμιστής με τρούφες και προσπαθούσε να συγκρατηθεί για να μην την ξεκοκαλίσει.
Το παράδειγμα της γεμιστής με τρούφες γαλοπούλας δεν επιλέχθηκε κατά τύχη. Πρόκειται για ένα πιάτο-σταρ που επανεμφανίζεται πολύ συχνά στο κείμενο – σχεδόν συνιστά ένα διαπασών για τον συντονισμό στον σωστό τόνο ευχαρίστησης ολόκληρου του βιβλίου. Ταυτόχρονα, είναι το βασικότερο από τα κρυπτογραφημένα μηνύματά του: η ζωή είναι ωραία και ζουμερή σαν μια γαλοπούλα γεμιστή με τρούφες.
Ο Ζαν Αντέλμ Μπριγιά-Σαβαρέν γεννήθηκε το 1755 στο Μπελέ της Γαλλίας και απεβίωσε το 1826 στο Παρίσι, περίπου δύο χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του, χάρη στο οποίο κέρδισε την αθανασία του ονόματός του. Ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση, σπούδασε νομικά και διακρίθηκε στην επιστήμη του, τόσο για τα συγγράμματά του όσο και για τη θητεία του ως δικαστή στον γαλλικό Άρειο Πάγο. Ήταν ένας αστός (με την έννοια του μπουρζουά) δημοκρατικών πεποιθήσεων που συ��τάχθηκε εξαρχής με τ�� Γαλλική Επανάσταση, αλλά αποσχίστηκε από αυτήν το 1793 και ως εκ τούτου αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί αρχικά στην Ελβετία, στο Λονδίνο, στην Ολλανδία και, τελικά, από το 1794 και για τρία έτη, στην Αμερική. Επέστρεψε στη Γαλλία επί διακυβέρνησης Διευθυντηρίου και τότε απέκτησε τα πρώτα του αξιώματα στον δικαστικό κλάδο.
Εν τω μεταξύ, ήταν ήδη διάσημος ως προσωπικότητα καλοσυνάτη, καλοπροαίρετη, αξιαγάπητη και παράδοξη – ένας θαυμαστός ποιητής της λαιμαργίας και της καλοπέρασης.
Στις μέρες μας του αναγνωρίζεται επίσης ότι εισήγαγε μια «διανοουμενίστικη» προσέγγιση της γαστρονομίας. Αυτό, βέβαια, έρχεται σε δεύτερη μοίρα σε σύγκριση με το ότι εισήγαγε μια γενικευμένη χρήση του όρου «γαστρονομία» όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, η οποία κατέληξε να αποτελεί βασικό στυλοβάτη ολόκληρης της πολιτισμικής ταυτότητας της Γαλλίας. Η λέξη, που προϋπήρχε στο γαλλικό λεξιλόγιο, αλλά δεν είχε αξιοποιηθεί αρκετά, χάρη στον Μπριγιά-Σαβαρέν περιγράφει πλέον κάθε αιτιολογημένη γνώση ή άποψη σχετικά με το πώς τρέφεται ο άνθρωπος. «Γαστρονομία είναι η επιστημονική γνώση όλων όσων σχετίζονται με τον άνθρωπο ως τρώγοντα» έγραψε ο ίδιος με απλά, ξεκάθαρα λόγια.
Όμως δεν σταματά εκεί, παρά σπρώχνει το μαχαίρι μέχρι το κόκαλο και υποστηρίζει με ζήλο την ανάδειξη της γαστρονομίας ως μίας εκ των καλών τεχνών. Επινοεί μάλιστα μια δέκατη μούσα, τη Γαστερία, την οποία περιγράφει ως «την ωραιότερη των Μουσών».
Είναι η εποχή που ο σεφ μαγειρικής ξεκινά να διακρίνεται στην κοινωνία από το ταλέντο του, το οποίο είναι η ευκολία του να αποδεσμεύεται από την οικιακή μαγειρική και, καινοτομώντας, να προτείνει μια όλο και πιο εκλεπτυσμένη και ευφάνταστη κουζίνα, να διατυπώνει τα δικά του «μαγειρικά δόγματα», να θεωρητικολογεί επί του αντικειμένου του και, πάνω απ' όλα, να ανοίγει καθημερινά το εστιατόριό του όπως ένας θιασάρχης που δίνει εντολή να σηκωθεί η αυλαία της σκηνής του θεάτρου του για να παίξει ένα παιχνίδι πρωτοτυπιών και γοητείας του κοινού, προκειμένου όχι μόνο να χειροκροτηθεί αλλά και να επιβιώσει χάρη σ' αυτό.
Όλα αυτά είχαν ως παράπλευρη συνέπεια την προσθήκη στην αγγλική έκδοση του βιβλίου του υπέρτιτλου «Η γαστρονομία ως καλή τέχνη», που προηγείται του τίτλου «Φυσιολογία της γεύσης», τον οποίο είχε επιλέξει ο Μπριγιά-Σαβαρέν. Βέβαια, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά το βιβλίο στη Γαλλία η μόδα της έκδοσης «φυσιολογιών» είχε αρχίσει να παρέρχεται.
Παρ' όλα αυτά, κάτι παρέμενε ενεργό από εκείνη την αίγλη και την επιστημονικοφάνεια που πρόσφερε η λέξη στον τίτλο ενός συγγραφικού πονήματος. Και το πιθανότερο ήταν ότι ο Μπριγιά-Σαβαρέν ενδιαφερόταν να υποστηρίξει, ακόμη και μέσω του τίτλου που επέλεξε, τον ρόλο του ως «φωνής της αυθεντίας». Δεν φοβάται ποτέ να διατυπώσει δικές του θεωρίες ούτε και να ακουστεί υπερβολικά διδακτικός. Το θάρρος της γνώμης του είναι ανεξάντλητο.
Ωστόσο, παραμένει πάντα ένας δικαστικός που προσποιείται ότι είναι εξίσου ικανός χημικός, ιστορικός και πολιτισμικός αναλυτής της εποχής του. Αυτό, κατά κάποιον τρόπο, δεν είναι ούτε ψέμα ούτε δική του αυταπάτη. Όμως, ταυτόχρονα και επί της ουσίας της, η «Φυσιολογία της γεύσης» είναι κυρίως μια τυχαία συλλογή και παράθεση προσωπικών αναμνήσεων, που το πιθανότερο είναι να υπήρξαν καθοριστικές για τον συγγραφέα στη διάρκεια της ζωής του. Ή, για να αποδοθεί με μια πιο θαρραλέα (αλά Μπριγιά-Σαβαρέν) περιγραφή, το βιβλίο αυτό είναι ένα άλμπουμ απομνημονευμάτων γεύσεων και αισθήσεων ‒ ένα υπέροχο ανθολόγιο από ιστοριούλες. Κι αυτές περιέχουν και παραδίδουν στον αναγνώστη έναν σημαντικό θησαυρό παρατηρήσεων και αισθήσεων σχετικά με την ανθρώπινη ετοιμότητα να αφεθεί στον ηδονισμό (κυρίως στον ηδονισμό που συνδέεται με το φαγητό).
Όλα αυτά αποδίδονται με ένα ύφος μάλλον ξεχασμένο πια, που περιγραφόταν ως «ηρωικό-κωμικό». Η αφήγηση εξελίσσεται στον τόνο μιας διακριτικής παρωδίας, προκειμένου να καθοδηγήσει τον αναγνώστη στο σωστό μονοπάτι απενοχοποίησης της γαστριμαργικής απόλαυσης και γενικότερα της λαιμαργίας. Η συγκεκριμένη χιουμοριστική φόρμα, επειδή είναι τόσο παρατεταμένη, θα μπορούσε να προκαλέσει κόπωση και βαρεμάρα στον αναγνώστη εάν δεν συγκρατούσαν πάντα ζεστούς και πλούσιους τους χυμούς της δύο άλλες σπουδαίες ποιότητες της αφήγησης: η σεμνότητα και η ευθυμία. Αυτά τα τρία συστατικά μαζί υπονομεύουν και τη βαρύτητα που διεκδικεί η αυθεντία του συγγραφέα.
Κι έτσι, είναι τελικά «εύπεπτο» ένα κείμενο μεγαλούτσικου μεγέθους, επειδή είναι διαποτισμένο με καλή προαίρεση, θάρρος και παρρησία, αλλά και επειδή είναι διασκεδαστικό και αστείο και δεν παραμελεί ούτε στιγμή το γαλαντόμο πνεύμα του και τους καλούς τρόπους όσον αφορά την απεύθυνσή του προς τον αναγνώστη. Το «αξιαγάπητο ύφος» με το οποίο κυλά η αφήγηση είναι ο καταλύτης που επιταχύνει την απενοχοποίηση του γαστριμαργικού ηδονισμού.
Ο σημερινός αναγνώστης της «Φυσιολογίας της γεύσης» θα μπορούσε να δει στις ιστοριούλες και στα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε αυτές μια πλευρά σκοτεινή – κάποιο αδιέξοδο που κρατά τις περιστάσεις και όσους εμπλέκονται σε αυτές σε απόγνωση. Αυτή συνήθως παραμένει αρκετά καλά κρυμμένη, για να εκτιμηθεί πλήρως το βάθος και το πλάτος της. Όμως η παρουσία της είναι αισθητή και αναδύεται μέσα από μια μπεκετικού τύπου χορδή του παραλόγου.
Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι φυλακισμένα μέσα στην ίδια τους την ύπαρξη. Και από τη δική του όμοια θέση, αμπελοφιλοσοφώντας, ο ίδιος ο Μπριγιά-Σαβαρέν τα διασώζει ‒για λίγο, έστω‒ από την τραγικότητα αυτής της φυλακής. Οι ευσταθείς παραδοξολογίες του συγγραφέα φωτίζουν με ευθυμία και καλή διάθεση τη βαθύτερη και πιο καθοριστική σκοτεινή συνθήκη. Αυτός μοιάζει να είναι ο μηχανισμός της μερικής και προσωρινής διάσωσης προσώπων και περιστάσεων.
Μόνο ελάττωμα της γραφής του θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι εκείνη η κάπως μεγαλούτσικη δόση φλυαρίας. Ο συγγραφέας συναρπάζεται από την ανεκδοτολογική πλευρά των πραγμάτων, η οποία ‒είναι γεγονός‒ θα κατέρρεε από μόνη της, αν δεν τη σήκωναν στους ώμους τους και δεν την αποθέωναν διάφορα τετριμμένα θεματάκια ελάχιστης σημασίας. Κι έτσι, όποτε του παρουσιάζεται η δυνατότητα να επιδοθεί σε μια ακατάσχετη μικρολογία, αυτή αξιοποιείται στο έπακρο, σε σημείο που όχι απλώς παραμερίζεται η ουσία ενός θέματος αλλά χάνεται και από τον ορίζοντα.
Η μετάφραση του έργου στα ελληνικά έγινε από τα γαλλικά, αλλά με ταυτόχρονη παρακολούθηση και αντιπαραβολή με τη μετάφραση του έργου στα αγγλικά, που θεωρείται ότι την είχε επιμεληθεί ο ίδιος ο Μπριγιά-Σαβαρέν. Αυτό οδήγησε σε μια «αποφλοίωση» του ελληνικού κειμένου από την παχουλή φλυαρία του γαλλικού, αλλά και σε κάποιες περικοπές σημείων του με άφθονα πραγματολογικά στοιχεία, τα οποία, στην εποχή μας, ίσως να μην είχαν ενδιαφέρον, επειδή δεν θα έβρισκαν κατάλληλο αντίκρισμα.
Η επιτυχία, λοιπόν, της ελληνικής μετάφρασης είναι ότι παραδίδει στον αναγνώστη ένα «σβέλτο» κείμενο, το οποίο περιέχει και ό,τι συγκροτεί το περίφημο αξιαγάπητο ύφος γραφής του Μπριγιά-Σαβαρέν. Ωστόσο, αυτές οι προσαρμογές, όσο ευχάριστο κι αν είναι το αποτέλεσμά τους, δεν είναι ποτέ αναίμακτες. Εξάλλου, είναι γνωστό από την εποχή της Ιωάννας της Λωραίνης ότι, όποτε οι Άγγλοι μπλέκονται στις γαλλικές υποθέσεις, κάτι στο τέλος καίγεται.
Ένα παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν η ακόλουθη φράση ��πό το υποκεφάλαιο που αφιερώνει στα περίφημα μανιτάρια: «Υπάρχουν έτσι τρούφες και τρούφες, όπως υπάρχουν "σουτζουκάκια και σουτζουκάκια"». Ανατρέχοντας στο γαλλικό κείμενο, θα έλεγε κάποιος ότι μια πιο πιστή απόδοσή της συγκεκριμένης φράσης θα είχε ως εξής: «Υπάρχουν έτσι τρούφες και τρούφες, όπ��ς υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι».
Όμως, στη συγκεκριμένη πρόταση ο Μπριγιά-Σαβαρέν χρησιμοποίησε ένα σχήμα μεταφοράς προερχόμενο από τη φάρσα «Γιατρός με το στανιό» του Μολιέρου, όπου ο ξυλοκόπος Σγκαναρέλος, προκειμένου να μεταφέρει το νόημα «υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι», λέει «υπάρχουν δεμάτια ξύλου και δεμάτια ξύλου». Το συγκεκριμένο σχήμα λόγου ενσωματώθηκε τελικά στη γαλλική γλώσσα (και καταγράφεται από τα λεξικά) ως μια παροιμιώδης φράση.
Τη διολίσθηση από τα «δεμάτια ξύλου» στα «σουτζουκάκια» δεν αποκλείεται να την προκάλεσε αγγλοελληνικό λεξικό. Ωστόσο, αυτό δεν έχει καμία σημασία γιατί όταν ξανασκέφτεται κάποιος με θετικό πνεύμα την τόσο εξωφρενικά ελεύθερη απόδοση της πρότασης ως: «Υπάρχουν έτσι τρούφες και τρούφες, όπως υπάρχουν "σουτζουκάκια και σουτζουκάκια"», καταλήγει ότι συμπεριλαμβάνει τόσο όμορφα και με ενθουσιασμό όλο τον αξιαγάπητο τόνο και το χιούμορ του Μπριγιά-Σαβαρέν, που αν εκείνος μπορούσε ποτέ να τη δει, ίσως να διόρθωνε το αρχικό γαλλικό κείμενό του ώστε να λέει «σουτζουκάκια και σουτζουκάκια», διατηρώντας μάλιστα την ελληνική λέξη με λατινικούς χαρακτήρες.
Το πόσο αγαπητός υπήρξε ο Μπριγιά-Σαβαρέν στον γαλλόφωνο κόσμο προκύπτει και από το πόσοι δρόμοι και λεωφόροι πήραν το όνομά του. Ένα γαλλικό μαλακό τυρί, τριπλής περιεκτικότητας σε λιπαρά, μετονομάστηκε, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, σε Μπριγιά-Σαβαρέν και ωφελήθηκε από αυτή την αλλαγή εμπορικής ταυτότητας. Όμως, απ' όλες τις τιμές που αποδόθηκαν στον συγγραφέα που διάνοιξε τον σπουδαίο δρόμο της γαστρονομικής αρθρογραφίας, σπουδαιότερη μάλλον ήταν η απόδοση του ονόματός του σε ένα γλυκό, τριάντα χρόνια μετά τον θάνατο του, το 1856, σε ένα σπογγώδες, ζουμερό και συναρπαστικό γλύκισμα που προσφέρει μια ζωηρή και ντελικάτη απόλαυση και το οποίο, όπως είναι φυσιολογικό, έμελλε να αγαπηθεί για πάντα και σε όλον τον κόσμο –και στην Ελλάδα, επίσης‒, το σαβαρέν.
Η εναλλακτική ονομασία του σαβαρέν είναι "μπαμπάς", "baba au rhum" στα γαλλικά, ο οποίος είναι σαβαρέν με ρούμι και σαντιγί.
Έχω ψάξει πολύ καιρό να βρω από πού βγαίνει η λέξη "μπαμπάς" ‒το "au rhum" το καταλαβαίνεις, είναι από το ρούμι με το οποίο τον ραντίζεις‒ και δεν έχω καταλήξει. Αυτό για το οποίο έχω πείσει τον εαυτό μου είναι ότι βγαίνει από το "μπαμπάτσικο". Ένα καλό σαβαρέν πρέπει να έχει ελαφρύ σιρόπι, π��έον ζούμε στην εποχή που τα γλυκά πρέπει να έχουν γεύση και όχι απλώς ζάχαρη. Δεν πρέπει να είναι βαριά.
Daily inspiration. Discover more photos at Just for Books…?
#just for books#Ζ.Α. Μπριγιά-Σαβαρέν#Η γαστρονομία ως καλή τέχνη – Η φυσιολογία της γεύσης#book review
6 notes
·
View notes
Text
35χρονο παλικαρακι τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ενώ μιλούσε σε βιντεοκλήση με τη συζυγο του
Μια οικογενειακή τραγωδία εξελίχθηκε την Τρίτη στον Νέο Βουτζά. Ένας 35χρονος αστυνομικός, ο οποίος υπηρετούσε στην Ραφήνα, έβαλε τέλος στην ζωή του την ώρα που έκανε βιντεοκλήση με την σύζυγό του. Ο άνδρας, πατέρας 3 ανήλικων παιδιών, αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του όπλο όταν η γυναίκα του ζήτησε διαζύγιο. Την πήρε τηλέφωνο και πάτησε την […] 35χρονο παλικαρακι τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ενώ…
0 notes
Text
35χρονο παλικαρακι τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ενώ μιλούσε σε βιντεοκλήση με τη συζυγο του
Μια οικογενειακή τραγωδία εξελίχθηκε την Τρίτη στον Νέο Βουτζά. Ένας 35χρονος αστυνομικός, ο οποίος υπηρετούσε στην Ραφήνα, έβαλε τέλος στην ζωή του την ώρα που έκανε βιντεοκλήση με την σύζυγό του. Ο άνδρας, πατέρας 3 ανήλικων παιδιών, αυτοκτόνησε με το υπηρεσιακό του όπλο όταν η γυναίκα του ζήτησε διαζύγιο. Την πήρε τηλέφωνο και πάτησε την […] 35χρονο παλικαρακι τίναξε τα μυαλά του στον αέρα ενώ…
0 notes
Text
ISBN: 978-618-03-4188-1 Συγγραφέας: Χρήστος Χαρτοματσίδης Εκδότης: Μεταίχμιο Σελίδες: 304 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-10-08 Διαστάσεις: 21Χ14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-618-03-4188-1 Συγγραφέας: Χρήστος Χαρτοματσίδης Εκδότης: Μεταίχμιο Σελίδες: 304 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-10-08 Διαστάσεις: 21Χ14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
ISBN: 978-618-03-4188-1 Συγγραφέας: Χρήστος Χαρτοματσίδης Εκδότης: Μεταίχμιο Σελίδες: 304 Ημερομηνία Έκδοσης: 2024-10-08 Διαστάσεις: 21Χ14 Εξώφυλλο: Μαλακό εξώφυλλο
0 notes
Text
Ο φασισμός της πλασαρισμένης ευτυχίας
[Γράφει η Stella] Εγώ πάντως «ευτυχισμένη» νιώθω. Ευτυχισμένη στη χαρά, αλλά και στη λύπη. Ευτυχισμένη στο σκοτάδι, αλλά και στο φως. ��υτυχισμένη που αναπνέω ακόμα και νιώθω την καρδιά μου να πάλλεται εντός. Ευτυχισμένη που μπορώ να χαζεύω και να αγκαλιάζω τα παιδιά μου, θυμίζοντάς μου κάθε στιγμή το λόγο ύπαρξής μου επί γης. Ευτυχισμένη που αδειάζει το μέσα μου και αραδιάζω τις σκέψεις μου σε ένα κομμάτι λευκό χαρτί. Ευτυχισμένη γιατί εγώ τα γράφω και εσύ τα διαβάζεις κάπου εκεί και ίσως, κάπου, κάπως, κάποτε μπορεί και να ταυτιστείς…
Ένα συνεχές κυνηγητό η απόκτηση της πλασαρισμένης ευτυχίας. Θετική σκέψη, αψεγάδιαστο σώμα, επαγγελματική καταξίωση, πληθώρα κοινωνικών σχέσεων και μια τέλεια οικογενειακή ζωή. Από την εποχή των παραμυθιών έως σήμερα, ο σκοπός της ζωής νοείται ένας και μοναδικός, «να είμαστε ευτυχισμένοι». Ένα ανελέητο κυνηγητό της αναζήτησης της ευτυχίας στα υλικά αγαθά, στους ανθρώπους γύρω μας, σε εκείνη την…
0 notes